πνευματώδης

πνευματώδης
-ες, ΝΜΑ [πνεύμα, -ατος]
αέριος, ὁμοιος με τον αέρα, σε αντιδιαστολή με τον υδατώδη
νεοελλ.
1. αυτός που περιέχει οινόπνευμα, ο οινοπνευματώδης («πνευματώδη ποτά»)
2. ευφυής, εύστροφος, ετοιμόλογος
μσν.
φρ. «πνευματώδες ζῴδιον» — ζώδιο τού οποίου το κυρίαρχο στοιχείο είναι ο αέρας
αρχ.
1. (για οίνο) αεριούχος
2. (για τόπο) εκτεθειμένος στον αέρα, ανεμοδαρμένος
3. αυτός που είναι γεμάτος με αέρα ή αέρια, φουσκωμένος
4. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από άσθμα
5. αυτός που δημιουργεί αέρια, που προκαλεί φούσκωμα («τῶν δὲ κυάμων ἀπηγόρευεν ἔχεσθαι διὰ τὸ πνευματώδεις ὄντάς», Διογ. Λαέρ.)
6. όμοιος με την αναπνοή («φωνὴ πνευματώδης», Αριστοτ.)
7. φρ. α) «γράμματα πνευματώδη» — γράμματα που προφέρονται με βαριά εκφορά
(«ὥσπερ γέ διὰ τοῡ ψῑ καί τοῡ φῑ καὶ τοῡ σῑγμα καὶ τοῡ ζῆτα, ὅτι πνευματώδη τὰ γράμματα», Πλάτ.)
β) «ἐνιαυτοὶ πνευματώδεις» — έτη κατά τα οποία πνέουν πολλοί άνεμοι.
επίρρ...
πνευματωδώς Ν
κατά τρόπο πνευματώδη, με ευφυΐα («απάντησε πνευματωδώς»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πνευματώδης — like wind masc/fem acc pl (attic epic doric) πνευματώδης like wind masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πνευματώδης like wind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο έξυπνος, ο ευφυής, ο γεμάτος πνεύμα: Πνευματώδη αστεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πνευματωδέστερον — πνευματώδης like wind adverbial comp πνευματώδης like wind masc acc comp sg πνευματώδης like wind neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματώδη — πνευματώδης like wind neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πνευματώδης like wind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πνευματώδης like wind masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματωδέστατον — πνευματώδης like wind masc acc superl sg πνευματώδης like wind neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματώδεις — πνευματώδης like wind masc/fem acc pl πνευματώδης like wind masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματωδέσταται — πνευματώδης like wind fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματωδέστερα — πνευματώδης like wind neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματωδέστεραι — πνευματώδης like wind fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευματωδέστεροι — πνευματώδης like wind masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”